αποίχομαι — ἀποίχομαι (Α) [οίχομαι] 1. απέρχομαι, φεύγω μακριά, μένω μακριά από κάποιον 2. έχω απέλθει, λείπω 3. έχω χαθεί 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀποιχόμενοι οι νεκροί … Dictionary of Greek
ἀποίχομαι — to be gone away pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίχεσθε — ἀποίχομαι to be gone away pres imperat mp 2nd pl ἀποίχομαι to be gone away pres ind mp 2nd pl ἀποίχομαι to be gone away imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιχομένων — ἀποίχομαι to be gone away pres part mp fem gen pl ἀποίχομαι to be gone away pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιχήσεσθαι — ἀποίχομαι to be gone away fut inf mid ἀποίχομαι to be gone away fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιχήσεσθε — ἀποίχομαι to be gone away fut ind mid 2nd pl ἀποίχομαι to be gone away fut ind mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιχήσεται — ἀποίχομαι to be gone away fut ind mid 3rd sg ἀποίχομαι to be gone away fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιχόμενον — ἀποίχομαι to be gone away pres part mp masc acc sg ἀποίχομαι to be gone away pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιχομένη — ἀποίχομαι to be gone away pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιχομένην — ἀποίχομαι to be gone away pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιχομένης — ἀποίχομαι to be gone away pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)